Γιαννης Κουζης
Ο Γιάννης Κουζής είναι Κοσμήτορας της Σχολής Πολιτικών Επιστημών και Καθηγητής εργασιακών σχέσεων στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Είναι Διδάκτωρ Κοινωνικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ του Παρισιού. Διετέλεσε Πρόεδρος της Επιστημονικής Ένωσης Κοινωνικής Πολιτικής στην Ελλάδα και Διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Ελληνικών Συνδικάτων. Το συγγραφικό του έργο αναφέρεται στις πολιτικές απασχόλησης, στις νέες τάσεις στον τομέα των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, στον συνδικαλισμό, στην συμμετοχή των εργαζομένων και στην κοινωνική πολιτική.
Η διαχρονική σημασία της ήττας του ναζισμού
Η 75η επέτειος από την ήττα του Ναζισμού και το τέλος του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, παράλληλα με την επανεμφάνιση του φασιστικού φαινομένου, δίνει την ευκαιρία για ευρεία συζήτηση και βαθύ αναστοχασμό. Σε αυτό το πλαίσιο είναι επιβεβλημένη η αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης σε συνάρτηση με την αποσαφήνιση των αιτιών της εμφάνισης και της ανάπτυξης του φασισμού και του ναζισμού, σε συνδυασμό με τις ολέθριες συνέπειές τους για την ανθρωπότητα.

Η ήττα του ναζισμού μεταφράζεται με την ήττα μιας εξτρεμιστικής ιδεολογίας που βασίζεται στην απαξίωση της ανθρώπινης ύπαρξης και στην πρακτική των διακρίσεων στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή μέσω της ακραίας καταστολής θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η γέννηση του ναζισμού τοποθετείται στην επαύριον της Συνθήκης των Βερσαλλιών με την επιβολή ταπεινωτικών όρων στον γερμανικό λαό, τροφοδοτώντας τον εθνικισμό σε μια περίοδο αυξημένων εντάσεων που ακολούθησαν την κοινωνική αποδόμηση από τις καταστροφικές επιπτώσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η εικόνα του ναζισμού, αν και αρχικά μη ελκυστική στα μάτια των κυρίαρχων τάξεων στη Γερμανία, κατέστη αποδεκτή στη συνέχεια υιοθετώντας τις πρακτικές του ως όργανο καταστολής των κοινωνικών αγώνων, και ακολούθως αξιοποιώντας την ιδεολογία του ως μοχλό ικανοποίησης των επεκτατικών οικονομικών τους φιλοδοξιών με την χρήση της στρατιωτικής επιβολής.
Το τέλος του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, με τα 50 εκατομμύρια νεκρών και η νίκη των Συμμάχων απέναντι στον Άξονα, είναι το αποτέλεσμα του αντιφασιστικού αγώνα των λαών καθώς και του αποφασιστικού ρόλου της Σοβιετικής Ένωσης με τα 27 εκατομμύρια των ζωών που χάθηκαν σε αυτή τη μάχη. Η ΕΣΣΔ δεν επέφερε μόνο το τέλος της επέλασης των ναζιστικών στρατευμάτων και την αναχαίτισή τους
Είναι, επίσης, ο Κόκκινος Στρατός εκείνος που απελευθέρωσε την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καταλαμβάνοντας και το Βερολίνο, την πρωτεύουσα του ναζισμού. Χωρίς την πρόθεση της υποτίμησης του ρόλου των άλλων συμμαχικών δυνάμεων, τα ιστορικά γεγονότα αποδίδουν στη Σοβιετική Ένωση και στο λαό της μια εξέχουσα θέση μεταξύ των μαχητών ενάντια στο ναζισμό, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η παράθεση της σειράς των γεγονότων αυτών δηλώνει ότι ακόμα και η, σημαντικής συμβολής, συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία ακολουθεί χρονικά την πορεία του κόκκινου στρατού στο Ανατολικό Μέτωπο με κατεύθυνση το Βερολίνο. Επομένως, η απόπειρα υποτίμησης του ρόλου της ΕΣΣΔ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και επιπλέον εκείνη της εξομοίωσης του σοβιετικού καθεστώτος με το ναζισμό, αποτελεί παραποίηση της ιστορίας.

Πρόκειται για την προσπάθεια εξομοίωσης μιας ιδεολογίας βασισμένης στις οικουμενικές ανθρώπινες αξίες, ανεξάρτητα από τα προβλήματα στην εφαρμογή της, με μια ιδεολογία που στηρίζεται στην επικράτηση του ισχυρού και στην εξόντωση του αδύναμου και του διαφορετικού. Επιπλέον, η προβολή του Συμφώνου Ribbentrop-Molotov για την στήριξη του εσφαλμένου επιχειρήματος για την πυροδότηση του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, περιλαμβάνει την εσκεμμένη «άγνοια» του Συμφώνου του Μονάχου, που είχε προηγηθεί έχοντας υπογραφέί από τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, που όντως άνοιξε τον δρόμο για την κατοχή γειτονικών χωρών από τους Ναζί.
Αυτή η παραποίηση της ιστορίας έχει σήμερα ένα διπλό στόχο: 1) Να απαξιώσει το πνεύμα και τις αξίες της ρωσικής επανάστασης του 1917 και 2) Να δικαιολογήσει την σημερινή επιθετικότητα των δυνάμεων του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας, προκειμένου να μειωθεί ο ρόλος της στη διεθνή σκηνή, με στόχο τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών του πλανήτη
Η πολιτική αυτή, εκτός από το γεγονός ότι αποτελεί πρωτίστως απειλή για την παγκόσμια ειρήνη, συνοδεύεται από την αναγνώριση και την υποστήριξη των κυβερνήσεων φασιστικών και νεοναζιστικών αποχρώσεων, καθώς και αντιδημοκρατικών καθεστώτων, ενώ διακηρύσσει την προσήλωσή της δημοκρατικές αρχές και στις λαϊκές ελευθερίες.

Παράλληλα, αναζωπυρώνει με νέους όρους το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, σε μια περίοδο που ορισμένες δυτικές κυβερνήσεις υπήρξαν ιδιαίτερα ανεκτικές απέναντι στα απομεινάρια του φασισμού και του ναζισμού τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά του μετέπειτα πρωταρχικού εχθρού, εκείνου των σοσιαλιστικών χωρών.

Μεταξύ των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας, ο ελληνικός λαός κατέχει σημαντική θέση για την ιδιαίτερη συμβολή του στον αγώνα κατά του φασισμού και του ναζισμού. Καταρχάς, η νίκη του ενάντια στα ιταλικά στρατεύματα που εισέβαλαν στη χώρα τον Οκτώβριο 1940 αποτέλεσε και την πρώτη νίκη κατά του Άξονα στο ευρωπαϊκό έδαφος.

Επιπλέον, η εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων το 1941 που υποστηρίχθηκε από εκείνα της Βουλγαρίας και της Ιταλίας σημαδεύθηκε από τη «Μάχη της Κρήτης» που συνέβαλε σημαντικά στην καθυστέρηση της εφαρμογής του γερμανικού σχεδίου για την έναρξη της προγραμματισμένης επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση.
Η γερμανική κατοχή, επίσης, προκάλεσε το μεγαλειώδες κίνημα της εθνικής αντίστασης, που υπήρξε το πιο αποτελεσματικό αντιστασιακό κίνημα της περιόδου μετά από εκείνο των γιουγκοσλαβικών αντάρτικων ομάδων αντίστασης
Στο πλαίσιο της αντίστασης του ελληνικού λαού καταγράφεται και η πρώτη απεργία στην κατεχόμενη Ευρώπη. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα μαζική και αποτελεσματική απεργία, παρά την αιματηρή καταστολή της από τις δυνάμεις κατοχής, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1943 ενάντια στην υποχρεωτική επιστράτευση Ελλήνων πολιτών για καταναγκαστική εργασία σε εργοστάσια της Γερμανίας. Η αντίσταση του ελληνικού λαού απέναντι στις δυνάμεις κατοχής οδήγησε, υπό τη μορφή εκφοβισμών και αντιποίνων, σε ολοκαυτώματα με μαζικές σφαγές του πληθυσμού και την καταστροφή ολόκληρων πόλεων και χωριών.

Μέχρι το τέλος του πολέμου, η χώρα, των 7 εκατομμυρίων κατοίκων το 1940, είχε απολέσει το 12% του πληθυσμού της - 36.000 κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, 170.000 σε άμαχους πολίτες και 600.000 λόγω της πείνας και των κακουχιών.

Στην εύλογη ολοκληρωτική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας λόγω του πολέμου θα πρέπει να προστεθεί η λεηλασία αρχαιολογικών θησαυρών και κινητών αγαθών, καθώς και το αναγκαστικό δάνειο ύψους 228 εκατομμυρίων δολαρίων που το ελληνικό κράτος χορήγησε στην Γερμανία και το οποίο ουδέποτε αποπληρώθηκε, όπως συμβαίνει και με τις πολεμικές αποζημιώσεις που και αυτών η αποπληρωμή ακόμη εκκρεμεί. Επισημαίνεται δε ότι η σημερινή αξία του εν λόγω χρέους της Γερμανίας προς την Ελλάδα εκτιμάται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ που υπερβαίνει το τρέχον χρέος της χώρας προς τους δανειστές της.
Σήμερα το φαινόμενο του φασισμού και του νεοναζισμού επιστρέφει επικίνδυνα στο προσκήνιο, και φέρνει στη μνήμη την περίοδο του μεσοπολέμου όταν η Ευρώπη, το 1939, κατέγραφε 17 φασιστικές κυβερνήσεις
Παρά το γεγονός ότι δεν έχει λάβει τις ίδιες διαστάσεις με την προαναφερόμενη περίοδο, η εξάπλωση της ιδεολογίας της ακροδεξιάς υπονομεύει το παρόν και το μέλλον των σύγχρονων κοινωνιών.

Η απορρύθμιση του κράτους πρόνοιας και των εργασιακών σχέσεων, οι πρόσφατες οικονομικές κρίσεις και οι πολιτικές διαχείρισής τους, αποτελούν τα κοινά χαρακτηριστικά και των δύο ιστορικών περιόδων που δημιουργούν συνθήκες εκτεταμένης φτωχοποίησης των κοινωνιών. Στα παραπάνω προστίθεται η αυξανόμενη ξενοφοβία και ο ρατσισμός ως αποτέλεσμα της αθρόας μετακίνησης πληθυσμών για την αποφυγή των συνεπειών των πολέμων στις περιοχές τους καθώς και των αυταρχικών καθεστώτων που υποστηρίζονται από χώρες του «αναπτυγμένου» κόσμου με σκοπό την υπεράσπιση των οικονομικών και γεωπολιτικών τους συμφερόντων.

Το φαινόμενο των αθρόων μεταναστευτικών ροών τροφοδοτούν και οι συνθήκες οικονομικού στραγγαλισμού λαών του τρίτου κόσμου ως αποτέλεσμα της υπερεκμετάλλευσης υπό συνθήκες ενός επίσημου ή ανεπίσημου νεοαποικιακού καθεστώτος.

Όλοι οι παραπάνω όροι ευνοούν την άνθηση ανεπεξέργαστων και απλοϊκών θέσεων σχετικά με τις αιτίες της κρίσης και την συνεπαγόμενη εξαθλίωση ενός αυξανόμενου μέρους του πληθυσμού της Ευρώπης και τα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο καταγράφεται η συνεχής αύξηση του ποσοστού της ανεργίας αλλά και των χαμηλών αμοιβών ώστε, σήμερα, το 20% των εργαζομένων στην Ευρώπη να ανήκει στην κατηγορία των νεόπτωχων.
Ταυτόχρονα, η αποδιάρθρωση του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης οδηγεί ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό συνταξιούχων σε φτωχοποίηση, καθιστώντας παράλληλα και δυσκολότερη την πρόσβασή του στις υπηρεσίες υγείας
Αυτή η γενικότερη κατάσταση δύσκολα αποτελεί αντικείμενο μιας ευρύτερης συζήτησης. Η δε αναφορά σε κάποια από τις παραπάνω πτυχές είναι συνήθως αποσπασματική και αντιμετωπίζεται ως παράπλευρη συνθήκη ενός ευρύτερου κοινωνικού αδιεξόδου που αποφεύγεται επιμελώς η αποδοχή του. Έτσι, λοιπόν, αποκρύπτεται ο ρόλος του νεοφιλελεύθερου μοντέλου της παγκοσμιοποίησης, το οποίο αυξάνει τις ανισότητες σε βαθμό ώστε το 50% του πλούτου που παράγεται παγκοσμίως να κατέχεται μόλις από το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτή η κατάσταση προκαλεί την αποδόμηση των κοινωνιών και τροφοδοτεί την ακροδεξιά, η οποία καταγγέλλει τη μετανάστευση για την κρίση, ενώ παραμένει σιωπηλή ως προς την ευθύνη των οικονομικών ανταγωνισμών και των αποτελεσμάτων τους.

Ο φασισμός και ο ναζισμός έχουν ως παράλληλο στόχο τις ατομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα. Και οι δύο παρουσιάζουν το αυξανόμενο δημοκρατικό έλλειμμα που καταγράφεται στις σύγχρονες δημοκρατίες, ως εκδήλωση της «υπερβολικής δημοκρατίας» επιζητώντας τη συνολική κατάργησή της. Και τούτο απέναντι στο επίμονο αίτημα για την ανάγκη ουσιαστικής ενίσχυσης και εμβάθυνσης της δημοκρατίας που βρίσκεται, όμως, στον αντίποδα της ακροδεξιάς ιδεολογίας. Αν και οι ιδεολογίες του φασισμού και του ναζισμού δέχτηκαν σοβαρά πλήγματα με το τέλος του πολέμου, επιστρέφουν ενισχυόμενες σταδιακά, ιδιαίτερα μετά από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τους ευρύτερους συμβολισμούς που συνέδεαν την ύπαρξή της και την επακόλουθη ανάδειξη του καπιταλισμού ως παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Η επιστροφή στις φασιστικές και ναζιστικές ιδέες βρίσκει εύφορο έδαφος μεταξύ των νέων ηλικιών, καθώς οι βιωματικές πηγές για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης συνεχώς μειώνονται. Αυτό το φαινόμενο συμβαδίζει με τον υποβιβασμό του ρόλου της επιστήμης της ιστορίας και των άλλων ανθρώπινων και κοινωνικών επιστημών στα σύγχρονα εκπαιδευτικά προγράμματα, και την ιδιαίτερη μετατόπιση σε σπουδές που προσανατολίζονται στην επίτευξη οικονομικών αποδόσεων. Η απώλεια της ιστορικής μνήμης ευνοεί τους θαυμαστές του φασισμού και του ναζισμού που επενδύουν στα κοινωνικά στρώματα τα οποία πλήττονται από την κρίση, σε τέτοιο βαθμό ώστε χώρες που βίωσαν τις φρικαλεότητες του ναζισμού να αναδεικνύουν στα κοινοβούλια τους εκπροσώπους ναζιστικών και νεοναζιστικών μορφωμάτων.
Σε αυτή την κατηγορία υπάγεται και η περίπτωση της Ελλάδας, όπου τα ποσοστά του ναζιστικού κόμματος «Χρυσή Αυγή» εκτοξεύθηκαν κατά την περίοδο της κρίσης από 0,1% στο 7% με όλα τα μέλη της ηγετικής του ομάδας να είναι υμνητές του Χίτλερ, όπως προκύπτει από δημόσιες παρεμβάσεις τους
Η αντιμετώπιση του φασισμού και των παραλλαγών του δεν πρέπει να αρκείται σε ευσεβείς πόθους αφήνοντας στο απυρόβλητο και καλλιεργώντας την αδιαφορία απέναντι στις οικονομικές και πολιτικές αιτίες που τον γεννούν και τον ενδυναμώνουν. Ως πρώτο βήμα είναι επιτακτική η ανάγκη θέσπισης κανόνων για τη λειτουργία του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού με την καθιέρωση κοινωνικών και οικολογικών ρητρών και την επιβολή του σεβασμού των ελάχιστων κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων που απορρέουν από διεθνείς οργανισμούς στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της υπερεκμετάλλευσης των χωρών του Τρίτου Κόσμου. Αυτή η επιλογή πρέπει να συνοδεύεται από την ενίσχυση των αποτελεσματικών δράσεων για την παγκόσμια ειρήνη και για τον τερματισμό των περιφερειακών πολέμων, οι οποίοι συναποτελούν πηγή μαζικών μεταναστεύσεων που τροφοδοτούν την ακροδεξιά ρητορική.

Η δραστική μείωση των στρατιωτικών εξοπλισμών υπέρ της αύξησης των κοινωνικών δαπανών και της καταπολέμησης του κοινωνικού ντάμπινγκ είναι εργαλεία που πρέπει να αξιοποιούνται κατά της κοινωνικής αποδόμησης και της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης του κοινωνικού κράτους που ενθαρρύνουν την ακροδεξιά στις χώρες του «αναπτυγμένου» κόσμου. Σε αντίθετη περίπτωση, η διαιώνιση των αιτιών που επιτρέπουν στην ακροδεξιά να αναδιοργανώνεται και να διογκώνεται, καθιστά τις καταγγελίες ενάντια στον φασισμό μάλλον αφελείς, αν δεν είναι υποκριτικές.
Σχετικά με τη χρήση πληροφοριών

Όλο το υλικό σε αυτόν τον ισότοπο διατίθεται κατόπιν άδειας από το Creative Commons Attribution 4.0 International και μπορεί να αναπαραχθεί για μη εμπορικούς σκοπούς, υπό την προϋπόθεση ότι η πηγή έχει αναγνωριστεί.

Η επίδειξη ναζιστικών και φασιστικών εξαρτημάτων ή συμβόλων σε αυτόν τον πόρο σχετίζεται μόνο με την περιγραφή του ιστορικού πλαισίου των γεγονότων της δεκαετίας του 1930−1940, δεν είναι η προπαγάνδα του και δεν δικαιολογεί τα εγκλήματα της φασιστικής Γερμανίας.